- εὐαγγελίσασθαι
- εὐαγγελίζομαιbring good newsaor inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευαγγελίζομαι — (ΑΜ εὐαγγελίζομαι) [ευάγγελος] φέρνω καλές ειδήσεις, αναγγέλλω ευχάριστα νέα, δίνω χαρμόσυνες υποσχέσεις («λόγους ἀγαθοὺς εὐαγγελίσασθαι ὑμῑν», Αριστοφ.) αρχ. μσν. 1. κηρύσσω, διδάσκω το Ευαγγέλιο («εὐαγγελίσασθαι πτωχοῑς ἀπέσταλκέ με», ΠΔ) 2.… … Dictionary of Greek
Anawim — Les Anawim sont les pauvres de Dieu . En hébreu, le singulier Anawah est utilisé par les prophètes (Sophonie, Amos), dans les Psaumes et par Marie dans le Magnificat : les pauvres de Dieu, c est à dire les « courbés », les petits,… … Wikipédia en Français
благовѣстити — БЛАГОВѢ|СТИТИ (45), ЩОУ, СТИТЬ гл. Сообщить радостную весть; провозгласить: бл҃говѣститъ оубогыимъ посъла мѩ. проповѣдатъ плѣньникомъ ѡ(т)поущениѥ. (εὐαγγελίσασϑαι) ΚΕ XII, 224б; Ибо прѣдълежащеѥ бѣ имъ ис перва. бл҃говѣстити и оучити словоу б҃ию … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek
συγκατανοώ — έω, Α κατανοώ κάτι μαζί με κάτι άλλο («τὸν τῇ ἀρχῇ συγκατανοούμενον λόγον εὐαγγελίσασθαι», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek
συντρίβω — ΝΜΑ [τρίβω] 1. κάνω κομμάτια, θρυμματίζω, κατακομματιάζω (α. «το αυτοκίνητο συνετρίβη μετά τη σύγκρουση» β. «πρῶτον μὲν συνέτριβον τὰ σκευάρια», Αισχίν.) 2. (σχετικά με μέλη τού σώματος) σπάζω, κάνω θρύψαλα 3. μτφ. α) καταστρέφω ολοσχερώς,… … Dictionary of Greek
υπερέκεινα — ΜΑ επίρρ. πολύ πιο πέρα, πέρα μακριά, πολύ μακριά («εἰς τὰ ὑπερέκεινα ὑμῶν εὐαγγελίσασθαι», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. ὑπὲρ ἐκεῖνα (πρβλ. ἐπέκεινα)] … Dictionary of Greek